χρυσοχοώ

χρυσοχοώ
-έω, Α [χρυσοχόος]
1. είμαι χρυσοχόος, ασκώ την τέχνη τής κατεργασίας τού χρυσού
2. λειώνω χρυσοφόρο ορυκτό για να βγάλω χρυσό
3. παροιμ. φρ. «τὸ χρυσοχοεῑν» — λεγόταν για κάποιον που αποτύγχανε σε μια επιχείρηση την οποία θεωρούσε πολύ επικερδή, όπως είχαν αποτύχει οι Αθηναίοι να βγάλουν χρυσό με το λειώσιμο αργυρών νομισμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Χρυσοχόῳ — Χρυσόχοος one who melts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοχόῳ — χρυσόχοος one who melts masc dat sg χρῡσοχόῳ , χρυσοχόος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσοχόωι — Χρυσοχόῳ , Χρυσόχοος one who melts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοχόωι — χρυσοχόῳ , χρυσόχοος one who melts masc dat sg χρῡσοχόῳ , χρυσοχόος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”