- χρυσοχοώ
- -έω, Α [χρυσοχόος]1. είμαι χρυσοχόος, ασκώ την τέχνη τής κατεργασίας τού χρυσού2. λειώνω χρυσοφόρο ορυκτό για να βγάλω χρυσό3. παροιμ. φρ. «τὸ χρυσοχοεῑν» — λεγόταν για κάποιον που αποτύγχανε σε μια επιχείρηση την οποία θεωρούσε πολύ επικερδή, όπως είχαν αποτύχει οι Αθηναίοι να βγάλουν χρυσό με το λειώσιμο αργυρών νομισμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.